“Book Descriptions: Τα βράδια πάσχιζα να πάρω αναπνοή. Αναρωτιόμουν αν πριν πάω να ξαπλώσω, έσβησα πίσω μου το φως της κουζίνας πριν κλείσω την πόρτα. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως το έκανα, έστω κι αν οι άλλοι ήξεραν ότι το έκανα, μα εγώ δεν το πίστευα. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως μπορούσε ν’ αναπνεύσει κανονικά, πως μπορούσε να βυθιστεί σε ήρεμο και βαθύ ύπνο, έστω κι αν στη βάση του λαιμού μου, χτυπούσε ατέρμονα την πόρτα του το μικροκαμωμένο χέρι ενός φτερωτού αγγέλου.
Τότε ήμουν μια κάμπια μονάρχης λίγο πριν μπει στην κοσμική σκηνή της χρυσαλίδας.
Τις μέρες αναζητούσα παρτέρια με ηλιόλουστα χρυσάνθεμα, ανθισμένα στις ενδιάμεσες λωρίδες των πεζών. Το μόνο που έβρισκα, ήταν άδειες κυψέλες αντικαταθλιπτικών χαπιών, να τις φωτίζει ο ήλιος, και άνδρες ξυπόλητους καθισμένους σε παγκάκια έξω από τους φούρνους και τα φαρμακεία να παραμιλούν για την κλεμμένη δυστυχία.
Παραπατούσα σε ημιφωτισμένες σκάλες. Σκόνταφτα σε ασφυκτικούς διαδρόμους. Εγκλωβιζόμουν σε παλιούς ανελκυστήρες. Τα ελάσματα που συγκρατούσαν τα φτερά μου είχαν ξεχαρβαλωθεί κι εγώ έψαχνα μάταια κάποιον να τα επισκευάσει. Να ξεπλύνει τις κηλίδες από αίμα που τα είχαν καλύψει.
Μέχρι να φτιαχτούν τα διαλυμένα μου φτερά, έπρεπε να μάθω να ανασαίνω απ’ την αρχή. Μου πήρε καιρό μέχρι να τα καταφέρω, μα στο τέλος κατάλαβα πως ό,τι μας συνθλίβει, μας κάνει τελικά αγγέλους λουσμένους με φως.