Η Ευρυδίκη βρέθηκε στο σταυροδρόµι του ανόθευτου έρωτα και της δαµασµένης λογικής. Χωρίς ενδοιασµούς επέλεξε τον εύθραυστο δρόµο µε την καρδιά να καλπάζει σε κάθε βηµατισµό. Μεµιάς ξεκίνησε να γράφει για τη θεριεµένη φλόγα του πόθου, εξαλείφοντας τη λευκότητα του χαρτιού. Όµως δεν κατέθετε τις σκέψεις της όπως πρότινος, τα συναισθήµατά της φορούσαν το ανάλαφρο ένδυµα της ποίησης. Νέες πλουµιστές λέξεις γλιστρούσαν πάνω στο χαρτί για τον έρωτα που γεννιέται, ψυχορραγεί, πεθαίνει και αναγεννιέται.
«Ολάνθιστα τα χείλη σου φιλούν ένα ένα τα µατόφυλλά µου. Προσφέρουν χαρές δοσµένες στο πάθος, να ονειρευτώ κρίνω πως δεν θα’ ναι λάθος. Τα φύλλα της καρδιάς µου µεµιάς σκιρτούν άνθη που χορεύουν, µιλούν, αστράφτουν. Ολάνθιστος ο εξεγερµένος έρωτάς µου. Ολάνθιστη εγώ, η πάλαι ποτέ µαραµένη».” DRIVE