Με τ’ ακροδάχτυλά μας προσπαθούσαμε ν’ αμβλύνουμε τις αιχμηρές γωνίες του σπασμένου τζαμιού μας, μα το μόνο που καταφέρναμε ήταν να τις βάφουμε κόκκινες, να μην μπορούμε να ιδωθούμε πλέον μέσ’ απ’ τ’ άλικα νερά που έρρεαν σαν τα ενοχλητικά χιόνια της τηλεόρασης και το αίμα να στάζει μέχρι το περβάζι της εύθραυστης ψυχής μας.
Γι’ αυτό σου έλεγα: «Έλα να γκρεμίσουμε ολόκληρο το παράθυρο μέχρι τα κουφώματά του, κι ας μπάσει δυνατό το κρύο». Έτσι, θ’ αναγκαζόμασταν να έρθουμε κοντά, για να ζεσταθούμε με τη θερμότητα των σωμάτων μας, αντί να προσπαθούμε να το μπαλώσουμε ο καθένας από διαφορετική πλευρά παριστάνοντας τους αλώβητους. Και μετά, πολύ απλά, θα φτιάχναμε ένα καινούργιο αρραγές.