“Book Descriptions: …Η νήσος Άγιος κείται εις τον Ατλαντικόν Ωκεανόν, εις τα ανοικτά της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ. Ανακαλύφθηκε από τον Χριστόφορο Κολόμβο –κατά το πρώτο του ταξίδι, τον Οκτώβριο του 1492– και προσηρτήθη στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1801, υπό το όνομα Άγιος Πατρίκιος (Saint Patrick). Το 1864, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης διά την συμμετοχήν τάγματος Μανιατών εκ Γυθείου εις τον Αμερικανικόν Εμφύλιον Πόλεμον, ο πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν εδώρησε τη νήσον εις την Ελλάδα, η οποία την μετονόμασε σε “Άγιος ο Θεός”, επί το συντομότερον “Άγιος”. Αύτη υπήρξε η πρώτη και μόνη υπερποντία κτήσις μας, την οποίαν –παρά την απόστασιν– η Εκκλησία, ο Βασιλεύς και ο λαός ανέκαθεν περιέβαλλον με στοργή και με φροντίδα. Πληθυσμός (απογραφή 1958): 41.812 κάτοικοι. Πρωτεύουσα: Τριχερούσα. Πρώτος κυβερνήτης του Αγίου διετέλεσεν ο εγγονός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, στρατηγός Θεόδωρος Φαλέζ Κολοκοτρώνης…
Το 1982, ο Μάρκος Σιμώτας –τριαντάρης δικηγόρος, πότης και γυναικάς αλλά και γιος εκτελεσθέντος ήρωα της Εθνικής Αντίστασης– τοποθετείται με απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου Κυβερνήτης στον Άγιο. Πηγαίνει στην αποικία με μοναδική του φιλοδοξία να περάσει τρία ξένοιαστα χρόνια. Σταδιακά ωστόσο δένεται με τον τόπο και με τους κατοίκους του, ερωτεύεται και στο τέλος ταυτίζει τη μοίρα του με το μοίρα του Αγίου. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο γιος του ιχνηλατεί την πορεία του, προσπαθώντας να μπει στη θέση του και να διαλευκάνει το μυστήριο ενός χαμένου παιδιού.
«…Η ιστορία μου δεν είναι μια ερωτική ιστορία, ένα ρομάντζο με αποτρόπαιη κατάληξη. Όπως δεν είναι και η ιλαροτραγωδία ενός ανθρώπου που “την ψωνίζει” σταδιακά με την εξουσία και με το πεπρωμένο του. Όχι. Ο νους μου ούτε θόλωσε ούτε και ψήλωσε ποτέ υπέρ το δέον. Παρέμεινα έως τη στερνή μου ώρα στο νησί του Αγίου κύριος του εαυτού μου, πρώτος υπεύθυνος για όσα μου και τους συνέβησαν… “Τότε τι είναι η ιστορία σου;” θα ρωτήσεις δικαίως. Εσύ μόνο θα αποφανθείς, φίλε αναγνώστη, αφού φτάσεις στο τέλος της. Εσύ θα εκδόσεις την οριστική ετυμηγορία…»
Ο Άγιος αποτελεί μία παράλληλη Ελλάδα, μια μικρογραφία της «μητέρας πατρίδας», που την παραμορφώνει αλλά και την φωτίζει λοξά. Από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν ιστορικά πρόσωπα –σαν τον Μανώλη Χιώτη– σε εντελώς απροσδόκητους ρόλους.
Στο βάθος όμως, ο Χ.Α. Χωμενίδης διηγείται τη σπαρακτική περιπέτεια ενός ανθρώπου που πίστεψε ότι μπορεί να φέρει τον κόσμο στα μέτρα του.
«Όσο για κείνη την ιστορία υπάρχουν πολλές εκδοχές. Η καλύτερη όμως είναι πάντα αυτή που κλαις» όπως λέει και ο Τάσος Λειβαδίτης.” DRIVE